-
1 ὑπαναχωρέω
A go back gradually, retire slowly, Th.1.51; ἐκ τῆς ἀγορᾶς ὑπανεχώρησεν (cod. Vat. for παρεχ-) D.H.5.8, cf. S.E. M.9.293, D.C.63.26; τῶν ἐνταῦθα πραγμάτων, of death, PMasp.151.37 (vi A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπαναχωρέω
См. также в других словарях:
υπαναχωρώ — ὑπαναχωρῶ, έω, ΝΑ [αναχωρώ] αποχωρώ βαθμηδόν ή κρυφά («ἐκ τῆς ἀγορᾱς ὑπανεχώρησεν», Διον. Αλ.) νεοελλ. 1. αποκηρύσσω τις διακηρυγμένες ιδέες μου 2. διαλύω μονομερώς συμφωνία ή σύμβαση … Dictionary of Greek